Το Δ.Σ.
του ΣΕΙΒ θα εντείνει τις προσπάθειες για την βιωσιμότητα του κλάδου της
ιατροτεχνολογίας και την ανάδειξή του ως παράγοντα βελτίωσης της υγείας, της
ποιότητας ζωής και της δημιουργίας βιώσιμων συστημάτων περίθαλψης
Αντιπρόεδρος: Χριστιάνα Στανέλλου
Γενικός Γραμματέας: Γεράσιμος
Λειβαδάς
Ταμίας: Κώστας Μαριάκης
Παράλληλα, στο Συνέδριο αναδείχθηκε η ανάγκη
ορθής χρήσης της ιατροτεχνολογίας και της καινοτομίας προς όφελος των ασθενών και του συστήματος Υγείας, ενώ
συζητήθηκαν και οι επερχόμενοι
ευρωπαϊκοί κανονισμοί, για τους οποίους ο καθ’ ύλην αρμόδιος κ. John Brennan, Director Regulations and Industrial Policy, Eucomed, ανέφερε ότι «είναι απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των Κρατών - Μελών
και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να
μην χαθεί μια πολύτιμη ευκαιρία για ένα καλό αποτέλεσμα, αλλιώς θα πρέπει να περιμένουμε
άλλα δέκα χρόνια» και τόνισε ότι «η ευρωπαϊκή επιτροπή είναι αρκετά
ευχαριστημένη με την υλοποίηση των κανονισμών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις
έχουν δείξει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα σε έλεγχους που τους έχουν γίνει. Οι
βάσεις δεδομένων είναι πραγματικά σημαντικός παράγοντας καθώς δίνεται
δυνατότητα για ενοποιημένη χρήση πληροφοριών.» Συνεχίζοντας, ο κ. Brennan τόνισε ότι, «οι
νέοι κανονισμοί θα πρέπει να διασφαλίζουν
την ασφάλεια των ασθενών αλλά και την ταχεία
πρόσβαση αυτών και των γιατρών σε νέες
καινοτόμες λύσεις. Εφόσον, η ασφάλεια και η πρόσβαση των ασθενών
αποτελέσουν κοινούς στόχους, τότε οι ασθενείς και οι επαγγελματίες Υγείας στην
Ευρώπη θα έχουν την ευκαιρία να επωφεληθούν των καινοτόμων υπηρεσιών της
ιατρικής τεχνολογίας και μάλιστα στο άμεσο μέλλον» και επισήμανε ότι «θα πρέπει να αποφευχθούν
άσκοπες γραφειοκρατικές διαδικασίες που θα παρακωλύουν τις υπηρεσίες προς
τους ασθενείς, τους γιατρούς, τις ρυθμιστικές Αρχές και τη βιομηχανία, και
ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν σχεδόν το 95% του
κλάδου.» Στο ίδιο πλαίσιο η κ. Στανέλλου, εξέφρασε την άποψη ότι «οι διαδικασίες ελέγχου των
ιατροτεχνολογικών προϊόντων, πριν και καθ’ όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας τους
στην αγορά, πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια των ασθενών και ταυτόχρονα να
διευκολύνουν την ανάπτυξη της καινοτομίας και την αξιοποίησή της από τα
συστήματα υγείας. Χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες, π.χ. των in
vitro διαγνωστικών, που δεν έρχονται σε επαφή με τον ασθενή αλλά
χρησιμοποιούνται για την εξέταση δειγμάτων αίματος ή ούρων, και ελέγχονται
πάντα τόσο κατά την παραγωγή όσο και κατά την χρήση τους, και να επιλεγούν
κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου που θα αποφεύγουν την περιττή καθυστέρηση και
αύξηση του κόστους εισαγωγής νέων προϊόντων στην αγορά.»