Νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο Αμερικανικό Συνέδριο Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) καταδεικνύουν ότι το nilotinib (Tasigna®) υπερέχει του imatinib (Glivec®) στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΧΜΛ. Τα διάμεσα αποτελέσματα των 18 μηνών της πρώτης συγκριτικής μελέτης των δύο αυτών από του στόματος θεραπειών θα παρουσιαστούν στο ASCO την Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Η μελέτη έδειξε ότι με το nilotinib επιτεύθηκε μεγαλύτερη μοριακή ανταπόκριση, ενώ καθυστέρησε σημαντικά η εξέλιξη της νόσου, με αποτέλεσμα λιγότερους θανάτους από ΧΜΛ
Μη ανιχνεύσιμη νόσος σε μοριακό επίπεδο επιτεύχθηκε σε τριπλάσιο αριθμό ασθενών με το nilotinib έναντι του imatinib
Τα νέα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν περαιτέρω τα δεδομένα που έχουν κατατεθεί προς έγκριση – ο φάκελος θα αξιολογηθεί κατά προτεραιότητα από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), ενώ έχει υποβληθεί επίσης σε ΕΕ, Ελβετία και Ιαπωνία
4 Ιουνίου 2010 - Η Novartis ανακοίνωσε σήμερα τα αποτελέσματα 18 μηνών (διάμεση παρακολούθηση) μελέτης που καταδεικνύει ότι το nilotinib (Tasigna®) υπερέχει σημαντικά του imatinib (Glivec®) στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου σε ενήλικους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με χρόνια μυελογενή λευχαιμία θετική για χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση.
Τα δεδομένα από την πρώτη συγκριτική μελέτη των δύο αυτών από του στόματος θεραπειών ως θεραπεία πρώτης γραμμής για αυτόν τον απειλητικό για τη ζωή καρκίνο του αίματος θα παρουσιαστούν στις 7 Ιουνίου στο 46ο Συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρίας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) στο Σικάγο.
Με το nilotinib επιτεύχθηκε μεγαλύτερη μοριακή ανταπόκριση σε σύγκριση με το imatinib ως θεραπεία πρώτης γραμμής για τη Ph+ ΧΜΛ, ενώ καθυστέρησε σημαντικά η εξέλιξη της νόσου στην επιταχυνόμενη φάση και τη βλαστική κρίση, με αποτέλεσμα λιγότερους θανάτους λόγω ΧΜΛ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μη ανιχνεύσιμη νόσος σε μοριακό επίπεδο επιτεύχθηκε σε τριπλάσιο αριθμό ασθενών με το nilotinib έναντι του imatinib. Επιπλέον, το nilotinib υπερίσχυσε του imatinib σε βασικές μετρήσεις αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
«Το nilotinib καταδεικνύει ότι με πιο εκλεκτική αναστολή της προτεΐνης Bcr-Abl, που παίζει βασικό ρόλο στην εξέλιξη της ΧΜΛ, μπορούμε να καθυστερήσουμε την εξέλιξη της νόσου ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι με την πλέον καθιερωμένη θεραπεία με imatinib,» δήλωσε ο Δρ. Richard Larson, ερευνητής της μελέτης ENESTnd και Διευθυντής του Προγράμματος Αιματολογικών Κακοηθειών του Πανεπιστημίου του Σικάγο. «Τα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας με το nilotinib σε αυτή τη μελέτη προσφέρουν τόσο στους ιατρούς όσο και τους ασθενείς μια σημαντική νέα θεραπευτική επιλογή».
Το Φεβρουάριο του 2010, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ανακοίνωσε ότι θα αξιολογήσει το nilotinib κατά προτεραιότητα ως θεραπεία πρώτης γραμμής για νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΧΜΛ. Ο φάκελος αξιολόγησης έχει επίσης υποβληθεί σε ΕΕ, Ελβετία και Ιαπωνία. Τα νέα δεδομένα της μελέτης ENESTnd που θα παροσιαστούν στο ASCO επιβεβαιώνουν περαιτέρω τα δεδομένα στα οποία βασίστηκαν οι υποβολές, τα οποία είναι δεδομένα διάμεσης παρακολούθησης 13,8 μηνών από την ίδια μελέτη.
Λεπτομέρειες της μελέτης
Η μελέτη ENESTnd (Evaluating Nilotinib Efficacy and Safety in Clinical Trials of Newly Diagnosed Ph+ CML Patients - Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του nilotinib σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ) είναι μία τυχαιοποιημένη πολυκεντρική ανοιχτή μελέτη φάσης ΙΙΙ, η οποία συγκρίνει την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του nilotinib έναντι του imatinib σε ενήλικους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση. Είναι η μεγαλύτερη διεθνής τυχαιοποιημένη συγκριτική μελέτη που έχει διεξαχθεί ποτέ για δύο από του στόματος θεραπείες σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ.
Η ENESTnd διεξάγεται σε 217 κέντρα παγκοσμίως με 846 ασθενείς τυχαιοποιημένους στη λήψη nilotinib 300 mg δις ημερησίως (n = 282), nilotinib 400 mg δις ημερησίως (n = 281) ή imatinib 400 mg άπαξ ημερησίως (n = 283). Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η μείζονα μοριακή ανταπόκριση (MMR) στους 12 μήνες και το δευτερεύον καταληκτικό σημείο η πλήρης κυτταρογενετική ανταπόκριση (CCyR) στους 12 μήνες. Η προγραμματισμένη διάρκεια παρακολούθησης είναι για πέντε έτη. Οι ασθενείς σε θεραπεία με imatinib που είχαν μη ικανοποιητική ή καθόλου ανταπόκριση στη θεραπεία έχουν τη δυνατότητα αύξησης της δόσης ή/και αλλαγής της θεραπείας σε nilotinib μέσω παράτασης του πρωτοκόλλου. Τα δεδομένα που θα παρουσιαστούν στο ASCO είναι διάμεσης παρακολούθησης 18 μηνών.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι ο αριθμός των ασθενών που παρουσίασαν εξέλιξη της νόσου στην επιταχυνόμενη φάση ή σε βλαστική κρίση με τη δις ημερησίως χορήγηση nilotinib 300 mg (2 ασθενείς) και 400 mg (ένας ασθενής) ήταν σημαντικά μικρότερος σε σύγκριση με την άπαξ ημερησίως χορήγηση imatinib 400 mg (12 ασθενείς) σε διάστημα 18 μηνών, γεγονός που καταδεικνύει μια σημαντική βελτίωση στον έλεγχο της νόσου. Επιπλέον, σημειώθηκαν λιγότεροι θάνατοι από ΧΜΛ με τη δις ημερησίως χορήγηση nilotinib 300 mg (2 ασθενείς) και 400 mg (ένας ασθενής) σε σύγκριση με την άπαξ ημερησίως χορήγηση imatinib 400 mg (8 ασθενείς). Με το nilotinib επιτεύχθηκαν καλύτερα ποσοστά MMR και CCyR έναντι του imatinib στους 18 μήνες.
Η MMR ορίστηκε στη μελέτη, βάσει του διεθνώς αποδεκτού προτύπου, ως μείωση του επιπέδου της παθολογικής πρωτεΐνης Bcr-Abl στο 0,1% ή λιγότερο του επιπέδου πριν απο την έναρξη της θεραπείας. Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της μελέτης ENESTnd τρεις φορές περισσότεροι ασθενείς πέτυχαν σε μοριακό επίπεδο μη ανιχνεύσιμη νόσο (μείωση 4,5 λογαρίθμων των επιπέδων Bcr-Abl) με το nilotinib απ’ ό,τι με το imatinib στους 18 μήνες. Η CCyR υποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν κύτταρα ΧΜΛ με το διαγνωστικό χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας σε δείγμα μυελού των οστών του ασθενούς.
Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε θεραπεία 16 μηνών τουλάχιστον ή τερμάτισαν τη θεραπεία πρόωρα. Η διάμεση παρακολούθηση ήταν 18 μήνες. Συνολικά, 80%, 81% και 75% των ασθενών παρέμειναν στη μελέτη με nilotinib 300 mg δις ημερησίως, nilotinib 400 mg δις ημερησίως και imatinib 400 mg άπαξ ημερησίως, αντίστοιχα.
Οι δύο θεραπείες, nilotinib και imatinib, ήταν καλά ανεκτές. Τα ποσοστά διακοπής της θεραπείας εξαιτίας ανεπιθύμητων ενεργειών ή εργαστηριακών αποτελεσμάτων ήταν 7% με το nilotinib 300 mg δις ημερησίως, 11% με το nilotinib 400 mg δις ημερησίως και 9%με το imatinib 400 mg άπαξ ημερησίως. Λιγότεροι ασθενείς σε θεραπεία με nilotinib διέκοψαν τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών σε σύγκριση με αυτούς σε θεραπεία με imatinib. Κανένας ασθενής της μελέτης δεν εμφάνισε επιμήκυνση του διαστήματος QT >500 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Επίσης, δεν σημειώθηκαν ξαφνικοί θάνατοι σε κανένα σκέλος θεραπείας.
Σχετικά με την Ph+ ΧΜΛ
Η ΧΜΛ είναι μια νόσος κατά την οποία ο οργανισμός παράγει καρκινικά λευκοκύτταρα. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με ΧΜΛ εμφανίζουν μια ανωμαλία που είναι γνωστή ως χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας, το οποίο παράγει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται Bcr-Abl. Η Bcr-Abl προκαλεί πολλαπλασιασμό των κακοήθων λευκοκυττάρων. Παγκοσμίως, η ΧΜΛ ευθύνεται για περίπου 10% έως 15% όλων των περιπτώσεων λευχαιμίας σε ενήλικες, με επιπολασμό μία έως δύο περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ετησίως.
Σχετικά με το nilotinib (Tasigna®)
Το nilotinib έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 80 χώρες για τη θεραπεία της Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια και επιταχυνόμενη φάση σε ενήλικες ασθενείς με αντοχή ή δυσανεξία σε τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένου του imatinib (Glivec®). Η αποτελεσματικότητα του nilotinib για τη συγκεκριμένη ένδειξη βασίζεται σε επιβεβαιωμένα αιματολογικά και ανεπιβεβαίωτα κυτταρογενετικά ποσοστά ανταπόκρισης. Δεν υπάρχουν ελεγχόμενες μελέτες που να αποδεικνύουν κλινικό όφελος, όπως βελτίωση των σχετιζόμενων με τη νόσο συμπτωμάτων ή αυξημένη επιβίωση.
Το nilotinib δεν έχει εγκριθεί για νεοδιαγνωσθείσα Ph+ ΧΜΛ χρόνιας φάσης.