Επιστήμονες σχεδίασαν και ανέπτυξαν βιολογικά κύτταρα που μπορούν να δώσουν πληροφορίες για τη χημεία του εγκεφάλου. Τα κύτταρα, που αλλάζουν χρώμα όταν εκτίθενται σε διαφορετικές χημικές ουσίες, χρησιμοποιήθηκαν για να δείξουν πως δουλεύει ένα είδος φαρμάκων κατά της σχιζοφρένειας.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ίδια κύτταρα θα μπορέσουν να δείξουν πόσα ακόμα φάρμακα λειτουργούν στον εγκέφαλο. Η έρευνά των επιστημόνων του Πανεπιστημίου του San Diego στην Καλιφόρνια, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Neuroscience.
Η σχιζοφρένεια συνδέεται πιο συχνά με συμπτώματα όπως οι παραισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις. Όμως οι ασθενείς με σχιζοφρένεια επίσης καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσουν τη συγκέντρωσή τους ή για να θυμηθούν κάτι. Το είδος των φαρμάκων που είναι γνωστά με τον όρο «ατυπικά νευροληπτικά» (atypical neuroleptics) χορηγούνται συχνά στους ασθενείς, εν μέρει διότι φαίνεται να μειώνουν αυτά τα συμπτώματα.
Ωστόσο οι αλλαγές που προκαλούν τα φάρμακα αυτά στην χημεία του εγκεφάλου παρέμενε άγνωστος.
Ήταν γνωστό ότι τα φάρμακα αυτά πυροδοτούσαν την απελευθέρωση μιας μεγάλης ποσότητας του χημικού ακετυλοχολίνη, το οποίο καθιστά δυνατή την επικοινωνία των κυττάρων του εγκεφάλου μεταξύ τους. Από την άλλη όμως τα συγκεκριμένα φάρμακα έχει φανεί πως περιορίζουν τη δραστηριότητα ενός υποδοχέα στην επιφάνεια του κυττάρου που λαμβάνει το μήνυμα περιορίζοντας έτσι και την ικανότητα του να δεχτεί το μήνυμα.
Η ομάδα από το Πανεπιστήμιο του San Diego σχεδίασε βιολογικά κύτταρα –τα οποία ονομάζονται CNiFERs- τα οποία άλλαζαν χρώμα όταν η ακετυλοχολίνη «κούμπωσε» πάνω στους συγκεκριμένους υποδοχείς. Η διαδικασία αυτή και μόνο δεν είχε μέχρι τώρα εντοπιστεί σε ζωντανό εγκέφαλο.
Εμφύτευσαν τα κύτταρα αυτά σε εγκεφάλους ποντικών. Στη συνέχεια διέγειραν ένα σημείο βαθύτερα στον εγκέφαλο κατά τρόπο που ο εγκέφαλος απελευθέρωσε ακετυλοχολίνη σε κοντινά σ’ αυτό σημεία. Τα κύτταρα ανταποκρίθηκαν αλλάζοντας χρώμα και αποδεικνύοντας ότι λειτουργούν.
Οι ερευνητές χορήγησαν στη συνέχεια δύο ατυπικά νευροληπτικά φάρμακα σε δύο ομάδες των ποντικών. Και στη μία και την άλλη περίπτωση τα φάρμακα μείωσαν σημαντικά την ανταπόκριση των CNiFERs. Αυτό υπέδειξε ότι η ιδιότητα των ατυπικών νευροληπτικών να περιορίζουν την λειτουργία του συγκεκριμένου είδους υποδοχέων υπερισχύει της ιδιότητάς τους να αυξάνουν την απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης.
Ο ερευνητής Καθηγητής David Kleinfeld τόνισε πως τα νέα κύτταρα έχουν μεγάλες πιθανότητες να αποκαλύψουν τα «μυστήρια» του εγκεφάλου. «Είναι ένας κόσμος συνεχούς ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ των κυττάρων απέναντι στον οποίο ήμασταν ως τώρα τυφλοί», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Η ομάδα των ερευνητών ήδη επανασχεδιαζεί τα CNiFERs ώστε να μπορούν να ανιχνεύσουν εξίσου και τη δραστηριότητα σε άλλους υποδοχείς των κυττάρων.
Ο Paul Corry, από το ίδρυμα Rethink για την ψυχική υγεία σχολίασε σχετικά στο BBC: «Αυτή η έρευνα δείχνει την αξία της έρευνας για την ψυχική υγεία. Φανερώνει νέες λεπτομέρειες που μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη περισσότερο αποτελεσματικών φαρμάκων κατά της σχιζοφρένειας, που θα φέρουν λιγότερες παρενέργειες που συνδέονται ακόμα και με τα τελευταία ατυπικά φάρμακα. Αυτό από μόνο του θα ωφελούσε εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως. Όμως η έρευνα μας προσφέρει επίσης και μια νέα μέθοδο κατανόησης των λειτουργιών του εγκεφάλου που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ ιατρικό πεδίο».