Οι επιστήμονες ανακάλυψαν έναν νέο και απλό τρόπο να εντοπίσουν τους ασθενείς με καρκίνο του μαστού που έχουν περισσότερες πιθανότητες να ανταποκριθούν καλά σε ένα συνηθισμένο είδος χημειοθεραπείας, αλλά και να προβλέψουν ποιοι είναι πιθανότερο να μην ωφεληθούν από την εν λόγω θεραπεία.
Τα ευρήματα, που παρουσίασαν ερευνητές στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καρκίνου του Μαστού που διεξάγεται στην Ισπανία, σημαίνουν ότι οι γιατροί θα μπορούν να εξετάζουν τους ασθενείς και να τους χορηγούν μια θεραπεία «στα μέτρα τους», αποφεύγοντας έτσι να τους δόσουν φάρμακα που θα έχουν τοξικά αποτελέσματα για τον οργανισμό και κανένα όφελος.
Πραγματοποιώντας μία έρευνα του τύπου meta-analysis, με βάση τα αποτελέσματα τεσσάρων μεγάλων κλινικών δοκιμών για τον καρκίνο του μαστού, οι οποίες διεξήχθησαν με τη συμμετοχή σχεδόν 3.000 ασθενών, οι ερευνητές βρήκαν ότι μία ανωμαλία στο χρωμόσωμα 17, που ονομάζεται CEP17, αποτελεί έναν «σημαντικό δείκτη» για το εάν ο όγκος θα ανταποκριθεί σε χημειοθεραπεία που βασίζεται στις ανθρακυκλίνες.
«Ο στόχος μας ήταν να αναγνωρίσουμε τους ασθενείς στους οποίους οι ανθρακυκλίνες έχουν να δώσουν κάποιο όφελος και να εξασφαλίσουμε ότι η μελλοντική θεραπεία θα αφορά αυτό το σύνολο των ασθενών», δηλώνει ο επικεφαλής της έρευνας John Bartlet από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Αφού συνυπολόγισαν παράγοντες σχετικούς με τον όγκο και την θεραπεία του, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι ασθενείς με την ανωμαλία CEP17, όταν ελάμβαναν τις ανθρακυκλίνες, είχαν κατά δύο τρίτα αυξημένες πιθανότητες να επιβιώσουν και να επιβιώσουν χωρίς επανεμφάνιση της ασθένειας, σε σύγκριση με αυτούς που δεν ελάμβαναν ανθρακυκλίνες.
«Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν πως μόνο όσοι φέρουν το CEP17 θα πρέπει να λαμβάνουν τις ανθρακυκλίνες», δηλώνει ο Bartlet. Παράλληλα τα αποτελέσματα προσφέρουν περισσότερα εργαλεία στους ιατρούς προς την κατεύθυνση της εξατομικευμένης ιατρικής σε ότι αφορά στον καρκίνο.
Το CEP17 βρίσκεται στο ίδιο χρωμόσωμα με άλλα γονίδια που είναι γνωστά για τη σύνδεσή τους με τον καρκίνο του μαστού, όπως το HER-2, ενώ μπορεί να εντοπιστεί με απλή εξέταση που χρησιμοποιεί την τεχνική της «In Situ Υβριδοποίησης με Φθορισμό» (Fluorescent In Situ Hybridization) γνωστή και ως FISH. Άλλωστε η εν λόγω εξέταση διεξάγεται τακτικά στους ασθενείς με καρκίνο του μαστού.
Οι ιατροί μπορούν ήδη να χρησιμοποιούν τεστ για να καθορίσουν εάν ο όγκος του μαστού του ασθενούν είναι ευαίσθητος στο οιστρογόνο και άρα ο ασθενής θα επωφεληθεί από τα φάρμακα που αναστέλλουν τις ορμόνες, όπως το tamoxifen.
Ο Bartrlet επεσήμανε ότι καθώς υπάρχει ήδη διαθέσιμο τεστ που εντοπίζει το CEP17, οι ιατροί θα μπορούσαν άμεσα να αρχίσουν να σχεδιάζουν καλύτερα τη χημειοθεραπεία των ασθενών, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες του καθενός. Ωστόσο τόνισε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα σε σχέση με το CEP17 ώστε να διαπιστωθεί το έαν μπορεί να «αποκαλύψει» περισσότερα σε σχέση με την ασθένεια.