Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D ίσως συνδέονται με τον θάνατο από εγκεφαλικά ή καρδιακά νοσήματα

Σύμφωνα με νέα έρευνα Φιλανδών επιστημόνων τα ενήλικα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από εγκεφαλικό ή από καρδιακά επεισόδια σε σύγκριση με τους ενήλικες με υψηλά ποσοστά βιταμίνης D στον οργανισμό τους.

Η βιταμίνη D είναι μια ουσιώδης για τον οργανισμό βιταμίνη την οποία λαμβάνουμε κυρίως από την άμεση έκθεση στο φως του ήλιου. Μπορεί όμως να βρεθεί και σε τροφές ή συμπληρώματα βιταμινών.

Η Dr Annamari Kilkkinen, από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας του Ελσίνκι στη Φιλανδία, συνέκρινε μαζί με την ερευνητική της ομάδα τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα 2.817 ανδρών και 3.402 γυναικών της χώρας με τους θανάτους από εγκεφαλικό ή καρδιακών νοσημάτων στο πέρασμα του χρόνου.

Την εποχή που ξεκίνησε η μελέτη, οι συμμετέχοντες είχαν κατά μέσο όρο ηλικία 49 ετών, ενώ κανείς δεν παρουσίαζε ενδείξεις καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως ξεκαθαρίζουν οι ερευνητές στο δημοσίευμά τους στο περιοδικό American Journal of Epidemiology.

Κατά τα 27 περίπου χρόνια της μετέπειτα παρακολούθησής τους από τους ερευνητές σημειώθηκαν 640 θάνατοι ανάμεσα στους συμμετέχοντες από καρδιακό νόσημα (358 άνδρες, 282 γυναίκες), ενώ 293 πέθαναν από εγκεφαλικό (122 άνδρες, 171 γυναίκες).

Σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που διέθεταν τα υψηλότερα ποσοστά βιταμίνης D στο αίμα τους, εκείνοι με τα χαμηλότερα ποσοστά είχαν έως και 25% μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν από εγκεφαλικό ή καρδιακό νόσημα, όπως δήλωσε η Dr Kilkkinen στο Reuters Health.

«Διαπιστώσαμε μια πολύ εύστοχη σύνδεση μεταξύ της βιταμίνης D και των θανάτων από αυτές τις αιτίες», όπως σημειώνουν οι ερευνητές στο δημοσίευμά τους. Διαπίστωσαν με βάση τα στοιχεία της έρευνας πως εκείνοι με τη χαμηλότερη ποσότητα βιταμίνης D στον οργανισμό τους αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο από εκείνους με την υψηλότερη ποσότητα.

Άλλοι παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά αν και λήφθηκαν υπόψη δεν διαφοροποίησαν σημαντικά το αποτέλεσμα.

Στην έρευνα αυτή τα επίπεδα της βιταμίνης D ήταν αρκετά χαμηλότερα από εκείνα που θεωρούνται επαρκή, και ελαφρώς χαμηλότερα από τα επίπεδα που έχουν αναφερθεί σε προηγούμενες έρευνες Ευρωπαίων και Αμερικανών επιστημόνων.

Ωστόσο δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία ως προς το πια ποσότητα βιταμίνης D στο αίμα θα πρέπει να θεωρείται ιδανική, όπως γράφουν οι ερευνητές. Επίσης δεν είναι σαφές το εάν τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D καθαυτά προκαλούν τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών προβλημάτων. Χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, καταλήγουν οι Φιλανδοί επιστήμονες.